Κάταγμα ισχίου
Το κάταγμα ισχίου αποτελεί έναν από τους συχνότερους τραυματισμούς σε άτομα μεγάλης ηλικίας, το οποίο προκαλείται συνήθως μετά από πτώση ή από έντονη άσκηση βίας στην εξωτερική μεριά του ισχίου, αλλά και σε νέα άτομα ύστερα από σοβαρά ατυχήματα.
Το κάταγμα ισχίου διακρίνεται, ανάλογα με το σημείο του οστού που έχει υποστεί το κάταγμα σε ενδαρθρικό, διατροχαντήριο και υποτροχαντήριο.
Η διάγνωση του κατάγματος ισχίου πραγματοποιείται από ορθοπεδικό, ο οποίος εξετάζει την κλινική εικόνα του/της ασθενούς, τις ακτινογραφίες λεκάνης και μηριαίου και αν κριθεί απαραίτητο να ζητήσει αξονική ή μαγνητική τομογραφία. Τα συμπτώματα που μπορεί να υποδηλώνουν πως υπάρχει κάταγμα ισχίου και πρέπει να οδηγήσουν ένα άτομο στον ορθοπεδικό είναι ο πόνος στην εξωτερική επιφάνεια του ισχίου και στη βουβωνική περιοχή, ο οποίος επιδεινώνεται όσο ο/ η ασθενής προσπαθεί να κάνει κάμψη η στροφή του ισχίου, η αδυναμία κίνησης, διάφοροι μώλωπες και η παραμόρφωση του ποδιού.
Η συνηθέστερη θεραπεία του κατάγματος ισχίου είναι η χειρουργική επέμβαση. Αυτό βέβαια εξαρτάται από το είδος και τη θέση του κατάγματος, την ηλικία και την κατάσταση υγείας των ασθενών. Ασθενείς των οποίων η υγειά μπορεί να επηρεαστεί από την αναισθησία, συστήνεται η μη χειρουργική αντιμετώπιση. Το υποκεφαλικό κάταγμα, το οποίο ανήκει στα ενδαρθρικά κατάγματα, αντιμετωπίζεται συνήθως με ημιολική ή ολική αρθροπλαστική ισχίου. Το διατροχαντήριο, όπως και το υποτροχαντήριο αντιμετωπίζονται με ενδομυελική ήλωση ή με ήλωση με πλάκα και ολισθαίνοντα ήλο.
Σε περίπτωση χειρουργικής επέμβασης, η μετεγχειρητική πορεία ακολουθεί την εξής διαδικασία. Ο/Η ασθενής παραμένει στο νοσοκομείο 1- 3 ημέρες, εωσότου σταθεροποιηθεί η κατάσταση της υγείας του/της. Την αμέσως επόμενη μέρα του χειρουργείου κινητοποιείται, ώστε να ξεκινήσει βασικές λειτουργικές ανάγκες, όπως να πηγαίνει στην τουαλέτα. Με την επιστροφή στο σπίτι, ακολουθείται πρόγραμμα αποκατάστασης, το οποίο περιλαμβάνει αγωγή με αντιπηκτικά φάρμακα, χρήση ελαστικών καλτσών διαβαθμισμένης συμπίεσης και παυσίπονων. Νέος ακτινολογικός έλεγχος πραγματοποιείται 6 εβδομάδες μετά, καθώς και κατάλληλες ασκήσεις για την επαναφορά του/της ασθενούς στις καθημερινές δραστηριότητες, οι οποίες προτείνονται από τον ιατρό.