Κάταγμα ισχίου
Το κάταγμα του ισχίου αποτελεί ένα συχνό τραυματισμό σε άτομα μεγάλης ηλικίας με οστεοπόρωση και συμβαίνει τις περισσότερες φορές μετά από μια απλή πτώση στο έδαφος. Εκτός της οστεοπόρωσης μπορεί να συνυπάρχει και άλλη σοβαρή παθολογία, όπως κακοήθεια και οστικές μεταστάσεις, διαταραχές του μεταβολισμού των οστών, αιτίες που μειώνουν την πυκνότητα του οστού και καθιστούν το ισχίο πιο ευάλωτο στο κάταγμα. Ωστόσο, το κάταγμα ισχίου παρατηρείται και σε νεότερα άτομα έπειτα από σοβαρά ατυχήματα, οπότε και συνυπάρχουν και άλλοι τραυματισμοί. Κλινικά, κάθε άτομο ηλικίας 60 ετών και άνω που παραπονείται για πόνους στην περιοχή του ισχίου μετά από μία πτώση, είναι ύποπτο και χρειάζεται τον κατάλληλο ακτινολογικό έλεγχο.
Τα είδη των καταγμάτων του ισχίου
Αναλόγως το σημείο του οστού που έχει υποστεί το κάταγμα, διακρίνεται σε:
- Υποκεφαλικό. Είναι το ενδαρθρικό κάταγμα που γίνεται στο επίπεδο του αυχένα του μηριαίου οστού. Όταν είναι παρεκτοπισμένο μπορεί να προκαλέσει απώλεια αιμάτωσης της μηριαίας κεφαλής και να χρειαστεί αντικατάσταση της με τεχνητή κεφαλή, δηλαδή πρόθεμα.
- Διατροχαντήριο. Το κάταγμα αυτό συμβαίνει κάτω από τον αυχένα του μηριαίου, μεταξύ οστικών προεξοχών, οι οποίοι ονομάζονται τροχαντήρες.
- Υποτροχαντήριο. Συμβαίνει κάτω από το επίπεδο του ελάσσονος τροχαντήρα μέχρι και 7,5 εκατοστά χαμηλότερα.
Τι συμπτώματα παρουσιάζει ένα κάταγμα ισχίου;
Το κάταγμα ισχίου παρουσιάζει τα εξής συμπτώματα:
- Πόνο στην εξωτερική επιφάνεια του ισχίου και στη βουβωνική περιοχή, που επιδεινώνεται όταν ο ασθενής προσπαθεί να ανασηκώσει και να μετακινήσει το σκέλος του.
- Αδυναμία κίνησης του κάτω άκρου.
- Μώλωπες στο μηρό, όταν το κάταγμα δεν είναι πρόσφατο.
- Παραμόρφωση ποδιού με βράχυνση και έξω στροφή του.
Πώς διαγιγνώσκεται το κάταγμα ισχίου;
Το κάταγμα του ισχίου διαγιγνώσκεται από έμπειρο ορθοπαιδικό, με την κλινική εικόνα, την παραμόρφωση του ποδιού και με τη βοήθεια των καταλλήλων ακτινογραφιών της λεκάνης και του μηριαίου ή αν κριθεί απαραίτητο στις ύποπτες περιπτώσεις, που δεν υπάρχει παρεκτόπιση, με αξονική τομογραφία.
Πώς θεραπεύεται το κάταγμα ισχίου;
Συνήθως το κάταγμα του ισχίου αντιμετωπίζεται με χειρουργική θεραπεία. Η αναισθησία που επιλέγουν, συνήθως, είναι από τη μέση και κάτω και λέγεται ραχιαία. Σε απαρεκτόπιστο κάταγμα και σε ασθενείς μη περιπατητικούς, των οποίων οποιαδήποτε μορφή αναισθησίας μπορεί να επηρεάσει την υγεία, ενδεχομένως να αποφασιστεί συντηρητική θεραπεία. Το υποκεφαλικό κάταγμα ισχίου αντιμετωπίζεται τις περισσότερες φορές με ημιολική ή ολική αρθροπλαστική ισχίου, δηλαδή αντικατάσταση της σπασμένης κεφαλής του ισχίου με ειδική πρόθεση, αναλόγως την ηλικία και τη γενική κατάσταση του ασθενούς. Η αντιμετώπιση του διατροχαντήριου και του υποτροχαντήριου κατάγματος ισχίου γίνεται στις ημέρες μας με ενδομυελική ήλωση, όπου ο ενδομυελικός ήλος εισάγεται στον αυλό του μηριαίου μέσα από μικρή προσπέλαση 2 εκ., ενώ σπανιότερα αντιμετωπίζεται με ήλωση με ειδική πλάκα και ολισθαίνοντα ήλο.
Ποια είναι η μετεγχειρητική πορεία του κατάγματος ισχίου;
Ο ασθενής παραμένει στο νοσοκομείο μία με τρεις ημέρες, μέχρι να σταθεροποιηθεί η γενικότερη κατάσταση της υγείας του. Στη συνέχεια, την αμέσως επόμενη μέρα από το χειρουργείο κινητοποιείται με μετρική φόρτιση του σκέλους χρησιμοποιώντας για την υποστήριξη του «Π». Έτσι αρχίζει να κάνει λειτουργίες πρώτης ανάγκης, όπως να πηγαίνει στην τουαλέτα. Στο σπίτι εφαρμόζει ειδικό πλάνο αποκατάστασης, το οποίο το διαμορφώνει ο γιατρός του. Το πλάνο αυτό περιλαμβάνει αντιπηκτική αγωγή, χρήση ελαστικών καλτσών διαβαθμισμένης συμπίεσης και ήπιων αναλγητικών, όπως η παρακεταμόλη και φυσικά ελέγχεται η αγωγή για την οστεοπόρωση. Μετά από 6 εβδομάδες ο ασθενής πραγματοποιεί νέο ακτινολογικό έλεγχο και η κίνησή του γίνεται καλύτερη με τη χρήση τρίποδου μπαστουνιού και τις κατάλληλες ασκήσεις για τη σταδιακή επαναφορά του ασθενούς στις καθημερινές του δραστηριότητες.